κακοθελητής

κακοθελητής
ο , κακοθελήτρια η недоброжелатель, -ница, завистливый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κακοθελητής" в других словарях:

  • κακοθελητής — ο (Μ κακοθελητής) [κακοθέλω] αυτός που θέλει, εύχεται ή επιδιώκει το κακό κάποιου, κακεντρεχής, φθονερός, χαιρέκακος …   Dictionary of Greek

  • κακοθελητής — ο θηλ. κακοθελήτρα αυτός που θέλει το κακό του άλλου, φθονερός: Υπάρχουν πολλοί κακοθελητές μεταξύ αυτών που έχουν το ίδιο επάγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοθέλητος — κακοθέλητος, ον (Μ) [κακοθέλω] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κακόθελος — κακόθελος, ον (Μ) [κακοθελής] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου. επίρρ... κακοθελῶς (AM) δυσμενώς, με κακεντρέχεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»